- ἀτρακτυλίς
- ἀτρακτυλίς, ἀτρακτυλλίς, ein distelartiges Gewächs, das man zu Spindeln brauchte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀτρακτυλίς — spindle thistle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρακτυλίς — ἀτρακτυλ(λ)ίς, η (Α) ονομασία αγκαθερού φυτού από το οποίο κατασκεύαζαν αδράχτια … Dictionary of Greek
ἀτρακτυλίδα — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρακτυλίδας — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρακτυλίδι — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρακτυλίδος — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρακτυλίδων — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδιον — ἀσπίδιον, το (Α) [ασπίς] 1. η μικρή ασπίδα 2. το φυτό ατρακτυλίς 3. το φυτό άλυσσον, που το θεωρούσαν θεραπευτικό για τη λύσσα των σκυλιών … Dictionary of Greek
ζαφαράνα — και ζαφαρόνα, η το φυτό «ατρακτυλίς» ή «κάρδαμον το βαφικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοπερισκό za faran)] … Dictionary of Greek
ιξίνη — ἰξίνη, ἡ (Α) [ιξός] το φυτό ατρακτυλίς* η κομμιοφόρος … Dictionary of Greek
φόνος — ο, ΝΜΑ 1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία 2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίς νεοελλ. ανθρωποκτονία αρχ. 1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή 2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη 3. το αίμα που… … Dictionary of Greek